ἧλιξ

ἧλιξ
ἧλιξ, [dialect] Dor. [full] ἇλιξ, [dialect] Aeol. [full] ἆλιξ Sapph.119, ῐκος, , ἡ:—
A of the same age, καταίθουσα παιδὸς . . δαλὸν ἥλικ', of Meleager's torch, A.Ch.608;

δρῦς A.R.2.479

;

Πηλῆος . . ἥ. χαίτην Tryph.637

: mostly in pl.,

βόες . . ἥλικες ἰσοφόροι Od.18.373

;

ἅλικες οἷα παρθένοι Pi.P.3.17

; ὦνδρες ἥ. Ar.V.245;

ὑφ' ἡλίκων νεανίδων Id.Th.1030

(lyr.); ἐν ἅλικι χρόνῳ in equal time, B.7.45.
2 Subst., fellow, comrade,

οἱ ἥλικες Hdt.1.34

, 2.32;

ἥλικές θ' ἥβης ἐμῆς A.Pers.681

;

τὸν ἥλικα τόνδε Ar.Ach. 336

codd. (sed leg. ὁμήλικα) μετὰ τῶν ἡ. Antipho 3.2.3
; prov.,

ἧλιξ ἥλικα τέρπει Pl.Phdr.240c

, cf. Arist.EN1161b34. (Fr. ϝᾶλιξ, cf. βαλικιώτης: compd. of swo- 'one's own' (cf. ϝός, Lat. suus) and -āli- 'size', 'growth' (cf. Lat. alo, aequ-āli-s, Gr. ὁμ-ᾶλι-ξ), with suffix -κ-.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • ἧλιξ — of the same age masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκεσσι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκων — ἧλιξ of the same age masc/fem gen pl ἡλίκος as big as fem gen pl ἡλίκος as big as masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικες — ἧλιξ of the same age masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικος — ἧλιξ of the same age masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλιξι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλιξιν — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσήλικος — η, ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος νεοελλ. μσν. αυτός που έχει μέτριο… …   Dictionary of Greek

  • νεοήλιξ — νεοῆλιξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που είναι μικρός στην ηλικία, ο νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισ ήλιξ, ομ ήλιξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”